e – Γιαννάκου Μαριέττα

Α΄Αθηνών, ΝΔ

http://www.giannakou.gr/

http://www.parliament.gr/synthesh/mp.asp?MPID=379

Περίληψη 81 σχολίων:

Μεικτά. Αρκετοί εκτιμούν την προσπάθεια μεταρρύθμισης στα πανεπιστήμια και την αντίσταση στην εκκλησία. Άλλοι καταγγέλλουν κομματισμό και αναξιοκρατία. Μέσος όρος 23 βαθμών: 2.1

Advertisement

111 Σχόλια to “e – Γιαννάκου Μαριέττα”

  1. ΜΗΤΣΟΣ Says:

    …από την συνέντευξή της στην Κα Βίκυ Φλέσσα, μετά την πανωλεθρία της μη επανεκλογής της, φάνηκε ξεκάθαρα ότι δεν έχει καταλάβει τίποτε.

  2. Γιώργος Says:

    Καί εδώ και αλλού την έχω καταχεριάσει με δριμύτητα. Της ανήκει όμως όλη η συμπάθειά μου για τη μεγάλη περιπέτεια και δοκιμασία που περνά.
    Και οι ευχές μου να βρει τη δύναμη (όχι σαν κι εκείνη που μέχρι προ τινος διέθετε) για να σταθεί όρθια και ψυχικά και σωματικά.

  3. Άσχετος Says:

    Απαράδεκτη, αλαζονική και άσχετη. Απαράδεκτο βιβλίο της ιστορίας. 0/10 ΜΑΥΡΟ.

  4. Γιώργης Χολιαστός Says:
    Μαριέττα περαστικά. Γεωργίου Χολιαστού ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟ «ΟΝΕΙΡΟ» (έμμετρο θεατρικό μονόπρακτο) Copyright PAu 2-001-963 George Holiastos Οι μεν ιππήων στρότον οι δε πέσδων οι δε νάων φαισ’ επί γαν μέλαιναν έμμεναι κάλλιστον εγώ δε κην’ όττω τις έρραται. ΣΑΠΦΩ Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα χάρις δ΄αφ’ ημών ολομένων θαυμάζεται’ τι ουν ετ’ αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον; ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ πρόσωπα του έργου: Α’ φυλακισμένος Β’ φυλκισμένος Γ’ φυλακισμένος Δ’ φυλακισμένος Ε’ φυλακισμένος Ντόρα Μητέρα της Ντόρας Μαυρόπουλο Χρόνος: απροσδιόριστος, αλλά οπωσδήποτε πριν από τις 15 Μάη του 1975. Τόπος: φυλακή που μοιάζει μ’ ένα μεγάλο σκοτεινό κλουβί, και το δωμάτιο της Ντόρας. Δίπλα στο πίσω μέρος της φυλακής υψώνεται ένας ψηλός τοίχος μ’ ένα μικρό άνοιγμα από όπου μπαίνει και το λιγοστό φως που φωτίζει τη φυλακή. Το αριστερό μισό της σκηνής όπως κυττάζουν οι θεατές, είναι άφωτο όταν ανοίγει η αυλαία, Α’ Φυλακισμένος Τι νέα το μαυρόπουλο πάλι μας έχει φέρει! Β’ φυλακισμένος Α! Σαν κοντά μας έρχεται πάντα κρατεί μαχαίρι… Γ’ φυλακισμένος Α! Το φαρμάκι εφόρτωσε στα μαύρα τα φτερά του και το ‘φερε και τ’ άφησε και το ‘σπειρε ‘δω κάτου. Α’ Τι συφορά που έπεσε σ’ όλης της γης τους τόπους!.. Τι δυστυχία ειν’ αυτή που βρήκε τους ανθρώπους!.. Ε’ φυλακισμένος Τι ‘ναι αυτή ‘καταστροφή…τ’ ειν’ ο χαμός ετούτος… Πώς έτσι φτώχυναν αυτοί που τόσο είχαν πλούτος… Α’ Να πάρει τίποτ’ από μας η δυστυχιά δε θα ‘βρει- μέσα στην τόση νύχτα μας μια νύχτα ακόμα μαύρη. Όμως αυτοί ‘ναι άμαθοι και πώς θα συνηθίσουν- και πώς θα γίνει άχαροι κι απέλπιδοι να ζήσουν… Γ’ Στ’ αργαστηριού της του κρυφού που ως τώρα ήταν άδειες γιατί όλες της εσύναξε η Κυρά τις ομορφάδες; Γιατί τα βράδια τα γλυκά-τη μέρα έχει παρμένη κι ένα νεκρόκερο φωτά τώρα την οικουμένη; Δ’ φυλακισμένος Γιατί απ’ το δέντρο του Έρωτα όλα έκοψε τα μήλα; Γιατί έκλεψε το μούρμουρο απ’ της ιτιάς τα φύλλα; Β’ Γιατί επήρε τ’ όνειρο και θάνατ’ ο ύπνος μοιάζει και πήρε το τραγούδι τους και η μιλιά τρομάζει; Γ’ Ετούτη η νύχτα η άχαρη κι η άμορφη κι η κρύα που άλλη νύχτα όμοια της δεν έγινε καμμία πόσον καιρό-πόσες νυχτιές και δάκρυα θα κρατήσει; πότε το χάος που άνοιξε η νύχτ’ αυτή θα κλείσει; Α’ Α! Οι κακόμοιροι αυτοί, ποια έχει ορίσει μοίρα τόσ’ άσχημα τα μάτια τους να βλέπουν εναγύρα; Α! Που τυφλοί να ήτανε τύχη θα τους φαινόνταν- στο σκότος τότε τ’ άβλεπο τ’ Άσχημο θα κρυβόνταν. Β’ Σωπάστ’ έτσι άμετρα καθώς τους έχει ξεγυμνώσει κάποιο αντίδωρο η Κυρά θα έχει να τους δώσει. Λόγο εμείς δεν έχουμε’ ας πάψουμε-ας σιωπούμε’ η Ομορφιά εργάζεται…σωπάσετε…θα δούμε… Δ’ Γιατί από το ψηλότερο το ράφι η Ποθοδέτρα τα σπάνια εκατέβασε κι αλάθητά της μέτρα; Γιατί σιμά της έφερε τ’ αμίλητα βιβλία που όληνε κλειούνε μέσα τους του κάλλους τη σοφία; Β’ Γιατί τ΄ουράνιου τόξου τους επήρε κάθε χρώμα κι ολοφωτάει μυριόχρωμο το μέγα της το δώμα; Γ’ Γιατί το σκότος τ’ άμετρο τ’ άδραξε και το στίβει κι όλη τη γλύκα παίρνει του και τη φωτιά που κρύβει; Ε’ Γιατί απ’ το κύμα τον αφρό παίρνει τον πελαγίσιο; Γιατί τον κρουσταλλένιο τους αέρα τον βουνίσιο; Β’ Γιατί μες σε φωτόπλεχτο τ’ άστρα κρατεί κανάτι; Δ’ Γιατί μια δύση του ηλιού στα χέρια έχει φλογάτη; Ε’ Τι πελεκάει παράμερα κι απόμερα τι ξαίνει; Δ’ Του μαγικού της αργαλειού η σαϊτα τι να υφαίνει; Γ’ Γιατί τις πόρτες έκλεισε του αργαστηριού της όλες με ρόδα, με γαρύφαλλα, με γιασεμιά, με βιόλες; Β’ Α! Όση θλίψη έχουμε τύχη να ‘ρχόταν τόση… Α’ Α! δεν μπορεί, κάτι καλό η Άμωμη θα δώσει. Σωπάστε. Δεν εσβύσαμε…περμένουμε…πονούμε.. κάτι καλό…κάτι καλό…σωπαίνετε…θα δούμε… Γ’ Όση κι αν βάλει μαστοριά κι όσους κι αν κάνει κόπους κι ό,τι κι αν δώσει η χάρη Της θα ‘ναι για τους ανθρώπους. Εμείς κάτι απέλπιδες φωνές ακούμε μόνο και κάτι βόγγους μακρινούς που ‘ναι γεμάτοι πόνο. Αυτό το στενοσόκκακο η φυλακή που βλέπει για πάτωμα έχει τη σιωπή και την ερμιά για σκέπη. Φως και τραγούδι και χαρά δεν είδαμε ποτέ μας’ μόνο σκοτάδι γύρω μας και θλίψη πάνωθέ μας. (σιωπή) Β’ Τίποτα δεν ακούγεται’ ήχος, βοή, καμμία. Μόνο τα λόγια μας χαλούν την τέτιαν ερημία. Α’ Σαν να κοιμάται η χάρη Της. Γ’ Ή σαν να συλλογάται. Δ’ Α! Και κοιμάμενη Αυτή, ξυπνή για μας λογάται. Ε’ Σάμπως το μάκρος να μετρά του χρόνου που απομένει. Α’ Ή σάμπως να κουράστηκε και λίγο ξαποσταίνει. Ε’ Κάτι μπορεί να σκέφτεται. Ή κάτι να θαυμάζει. Δ’ Ή στα βιβλία της τα σοφά σκυμμένη να διαβάζει. Α’ Α! Η Κυρά! Α! Η Ρήγισσα! Καλοψυχιά έχει τόση! Για όλα τούτα τ’ άσχημα κάτι καλό θα δώσει. Κάτι καλό! Κάτι καλό! Κάτι όμορφο να πούμε: Κάτι καλό! Σωπαίνετε…σωπαίνετε…θα δούμε… (Τα φώτα σβύνουν και ανάβουν στο αριστερό για τους θεατές μέρος της σκηνής. Τόπος: κρεββατοκάμαρα της Ντόρας. Χρόνος:15 Μάη του 1991,βράδυ. Το πάρτυ των γενεθλίων της Ντόρας έχει τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν φύγει και η Ντόρα κουβεντιάζει με τη μητέρα της ενώ ετοιμάζεται να κοιμηθεί.) ΝΤΟΡΑ Μάννα μου είμαι όμορφη; Συ που μπορείς να κρίνεις το ρώτημά μου απάντητο αυτό μη μου τ’ αφήνεις. Πολλά κι αν ρώταγα μικρή και για πολλά απορούσα με τα παιχνίδια, τις χαρές, την απορία ξεχνούσα. Μα η κοπελλίτσα η μικρή μικρή δεν έχει μείνει- μανούλα το ‘πες σήμερα-γυναίκα έχω γίνει. Μεγάλωσα μανούλα μου. κύττα-η αγκαλιά σου δε με χωρά’ σε ξεπερνώ σα θα σταθώ σιμά σου. Πες μου μανούλα, ειμ’ όμορφη; Θέλω να ξέρω, πες μου. Γιατί σωπαίνεις; Σκέφτεσαι μήπως τις αταξές μου και μου εθύμωσες; Εμπρός! Κάθησ’ εδώ κοντά μου και τα καλά θυμήσου μου και ξέχνα τ’ άσχημά μου. ΜΗΤΕΡΑ Ποια είναι τ’ άσχημα μαθές; Εγώ δεν ξέρω ουτ’ ένα. ΝΤΟΡΑ Ξέρω,το πιο μου άσχημο καλό είναι για σένα. γιατί καλλίτερη από σε μάννα δεν είναι άλλη- γιατί καρδιά καμμία τους δεν έχει έτσι μεγάλη. Συ μάννα με μεγάλωσες και να, είμαι δεκάξη’ φτερά έχω κάνει μάννα μου και πια έχω πετάξει. Σαν σήμερα γεννήθηκα και γιόρτασες μαζί μου κι εσύ έλαμπες περισσότερο μάννα από τη γιορτή μου. Κι είπες μανούλα μου μικρή πως πια έπαψα να ‘μαι κι είπες-να, πάλι θα το πω, βλέπεις πώς το θυμάμαι;- πως από δω και ύστερα γυναίκα έχω γίνει σαν κάθε κοριτσόπουλο που τα δεκάξη κλείνει. Μα ποια γυναίκα όμορφη σαν είναι δεν το ξέρει; Να! Εγώ! Δεν ξέρω μάννα μου τι μου ‘χ’ η μοίρα φέρει. Μπρος στον καθρέφτη στέκομαι κι ώρες πολλές κυττιέμαι μα όπως όταν άρχισα πάλι μετά ρωτιέμαι. Είμαι αλήθεια όμορφη; Μανούλα μου τ’ αγόρια με βλέπουνε κατάματα. Με πιάνει στνοχώρια και όταν κάτι να μου πουν θελήσουν, εγώ τρέχω γιατί αν με κρίνουν άσχημη μάννα μου δεν τ’ αντέχω. Μάννα μου στο σχολείο μου, στο παίξιμο, στην τάξη κάτι καινούργιο έμαθα που όλην μ’ έχει αλλάξει. Υπάρχει λένε μια χαρά, που αγάπη τ’ όνομά της και που όλα είναι όμορφα κι όλα γλυκά κοντά της. Και λεν ακόμη μάννα μου πως δεν πηγαίνει τάχα παρά μανούλα μου-ακούς:-στις όμορφες μονάχα. Πες μου μανούλα ειμ’ όμορφη; πες μου,κι εγώ θα νιώσω αυτό που ας μην το γνώρισα το λαχταράω τόσο; Όσοι στον δρόμο που περνώ τυχαίνει να περνούνε μάννα μου το κεφάλι τους γυρίζουν να με δούνε. Δεν ξέρω πώς να φέρωμαι σαν έτσι με κυττάζουν γιατί δεν ξέρω μάννα μου-λυπούνται ή θαυμάζουν; Μάννα το χέρι μου άσπρισε’ το δέρμα του βελούδι’ Τι απ’ τα δυο είμαι μάννα μου;Αγκάθι είμαι;Λουλούδι; Το πόδι μου το κόκκαλο μάννα μου εσαρκώθη και, μάννα, η καρδούλα μου κάτι καινούργιο νιώθει. Μάννα ετούτο το κορμί δεν είναι το κορμί μου. Τα στήθη μου μεγάλωσαν-χαρά μου και ντροπή μου αδρό τ’ αχείλι έγινε που απαλά σ’ εφίλα και βλέπω μες στα μάτια μου όταν κυττώ, μαυρίλα. Μάννα μου ο καθρέφτης μου απόκριση δε δίνει- αυτή που βλέπω μέσα του, μάννα ρωτάει κι εκείνη. Ντρέπομαι άλλον από σε κανέναν να ρωτήσω’ πες μου μανούλα,δεν μπορώ μονάχη ν΄απαντήσω. ΜΗΤΕΡΑ Καλή μου ποιος σου έβαλε τα λόγια αυτά στο στόμα; Για της αγάπης τις χαρές είσαι μικρή ακόμα. Είναι με χίλιες κλειδωνιές κλεισμένο το ντουλάπι όπου κρυμμένη μέσα του κρατάει την αγάπη. Πρέπει μεγάλη να γενείς αν θες να δοκιμάσεις το που εντός του κλει βαρύ φορτίο να βαστάσεις. Μα δε θ’ ανοίξω τώρα δα συζήτηση μαζί σου Πια ειν’ αργά. Έλα. Ξάπλωσε. Ησύχασε. Κοιμήσου. ΝΤΟΡΑ Μάννα μου, πέρσυ, στ’ Αη-Γιωργιού το μέγα πανηγύρι του φτερωτού ενώ κράταγαν χορού ακόμα οι γύροι εξέκοψα, περπάτησα και πήγα στην Πηγίτσα που άλλοτε πηγαίναμε με τ’ άλλα τα κορίτσα. Ο ήλιος χρυσοκόκκινες στη γη έστελνε αχτίδες που ο χειμώνας έκρυβε κι είχα να δω για μήνες. Η μουσική απ’ το χορό που μόλις ακουγόταν έμοιαζε κάπου από μακριά-έξω απ’ τη γη να ‘ρχόταν. Πέρα, τα όμορφα βουνά που το χωριό μας κλείνουν μέσα στο βράδυ που ‘πεφτε παίρνανε ν’ αργοσβύνουν’ ο φίλος μου ετραγούδαγε-το ρυακάκι λέω- τόσο απαλά, τόσο γλυκά, που μου ‘ρχονταν να κλαίω. Κι ήταν σαν να μην ήμουνα εγώ την ώρα εκείνη’ κι ήταν σαν να ‘χα μόνη μου πάνω στη γη απομείνει’ και σαν η Πλάση γύρω μου μόλις να εγεννήθη όλα τα πριν τα σκέπαζε πανίσχυρη μια λήθη. Με μια χαρά πρωτόγνωρη για μένα είχε γεμίσει κι ο λόγγος, και το ρέμα μας, κι οι λεύκες του, κι η βρύση και τα κλαδιά του πλάτανου τα γεροροζιασμένα ήτανε τώρα τρυφερά και νέα σαν εμένα. Και κει, στα πόδια μου μπροστά, να και πετιέται μάννα ένα πρασινοκίτρινο φίδι-μια φιδομάνα. Ένα ματσούκι άρπαξα και να χτυπώ αρχίζω και το σιχάμενο ερπετό στα πέντε το χωρίζω. Και το καθένα που ‘κοψα κομμάτι εφτερώθη και πεταλούδα ολόμορφη μπροστά μου εφανερώθη. Κι ενώ το φίδι μάννα μου μ’ είχε κατατρομάξει ο τρόμος σε μι’ ανείπωτη χαρά είχε τώρ’ αλλάξει. Α! Μάννα! Τι χιλιόμορφα μικρά πεταλουδάκια! Και τι πολύχρωμα, ζωηρά και φωτεινά φτεράκια!- κι έτσι ανοιχτές από χαρά τις πόρτες του σαν βρήκαν ολόϊσια στο στήθος μου επέταξαν και μπήκαν. Και από τότε μάννα μου μέσα μου πεταρίζουν και, μάννα, την καρδούλα μου εκείνες την ορίζουν: Μάννα, τα μάγια του βραδιού εκείνου και η γλύκα μαζί μ’ αυτές μες στη μικρή καρδούλα μου εμπήκαν. Πες μου μαννούλα, είναι κακό έτσι που νιώθω τώρα: Φταίω για μια που έκανα χωρίς να θέλω γνώρα; ΜΗΤΕΡΑ Όσο το λούλουδο που ανθεί φταίχτρα κι εσύ παιδί μου. Αν φταίει τ’ αηδόνι που λαλεί, τότε και συ παιδί μου. Κόρη μου ο που μας έπλασε τα έχει έτσι ορίσει’ έτσι γραμμένα να γινούν τα έχει η κυρα-Φύση. Μ’ άφησε τώρα κόρη μου τον ύπνο να σε πάρει και να σε παν στην πλάτη τους οι άσπροι του οι γλάροι. ΝΤΟΡΑ Όμως μανούλα απάντηση δε μου ‘δωσες ακόμα- έχω όμορφο το πρόσωπο; τα μέλη μου; το σώμα; ΜΗΤΕΡΑ Ε πια μανία που σ’ έπιασε μ’ αυτή την ομορφάδα.. τέτιαν αλήθεια επιμονή σε σένα δεν ξανάδα. Σου είπα: τέτια κόρη μου ρωτήματα μην κάνεις απ’ τον πολύτιμο ύπνο σου ώρα μ’ αυτά μη χάνεις, Πρέπει, γιατ’ η ώρα πέρασε, να κοιμηθείς. Το στρώμα να το ζεστάνεις καρτερεί με το μικρό σου σώμα. ΝΤΟΡΑ Αυτό το «πρέπει» μάννα μου για λέξη δε ζυγίζει. Καυτό να είναι σίδερο μοιάζει, που ό,τι αγγίζει το τσουρουφλίζει, το πονά, το καίει, το πλακώνει’ πρέπει μαχαίρι μάννα μου να ‘ναι και να σκοτώνει. Ή ένας χτίστης τρομερός που μπρος μας χτίζει τοίχο που κάθε ευφρόσυν’ όραμα μας κρύβει-κάθε ήχο και άνθη εμείς δε βλέπουμε-τραγούδια δεν ακούμε και τότε μάννα μου καλή, γιατί…γιατί να ζούμε; Κάτι φορές στον ύπνο μου το βλέπω αυτό το «πρέπει» σαν ένα δράκο θεόρατο τον ήλιο που μου σκέπει. Δράκος κακός με δύναμη μεγάλη στο κορμί του μα που δεν έχει πρόσωπο μάννα στην κεφαλή του. Με κάτι νύχια σαν σπαθιά καλοακονισμένα στέκει μπροστά από τις χαρές που είν’ εκεί για μένα κι όταν κινώ να τις χαρώ μου φράζει αυτός το δρόμο- κι είμαι μικρή μανούλα μου, και με γεμίζει τρόμο. Μάννα γιατί δεν κάθονται μια μέρα οι σοφοί μας να σβύσουν το απαίσιο το «πρέπει» απ’ τη ζωή μας; Τότε να δεις χαρούμενη κι ανέμελη που θα ‘μουν… τι λες-μπορούν μανούλα μου οι σοφοί μας να το κάνουν; ΜΗΤΕΡΑ Α! Τι ρωτήματα πολλά για ένα βράδυ μόνο! Αλήθεια εμεγάλωσες πολύ μες σ’ ένα χρόνο. «Είμαι καλή; Κι ¨είμαι όμορφη;¨ ¨Τ’ είναι το πρέπει;»-α-φτάνει- πολλά ρωτάς κορούλα μου κι αυτό καλό δεν κάνει. Μία ζωή αρώτητη καλή μου κόρη ζήσε αν θέλεις πάντα ξέγνιαστη κι αμέριμνη να είσαι’ και αν κανένας ήξερε πάλι δε θ’ απαντήσει- ειν’ η ζωή πολύ μικρή και βιάζεται να ζήσει. Κοιμήσου τώρα. Μην αργείς. Η νύχτα προχωράει. Αύριο η μέρα μερτικά δικά της θα ζητάει και πρέπει ετούτη η όμορφη να σου τα δώσει νύχτα. Καλή σου νύχτα κόρη μου. Κοιμήσου. ΝΤΟRA Καληνύχτα. (η μητέρα βγαίνει.Η Ντόρα κοιμάται κι ονειρεύεται. Τα φώτα σβύνουν και ανάβουν τα φώτα του δεξιού μισού της σκηνής. Η φυλακή είναι ίδια όπως πρώτα ,μόνο που τώρα ένα ανθοδοχείο βρίσκεται στο πάτωμα, με μέσα του δεκαέξη ωραία κόκκινα τριαντάφυλλα) Α’ Θυμόσαστε; Κιοτέψαμε. Λέγαμε θα ξεχάσει- με την ασχήμια συντροφιά η ζωή τους θα περάσει. Μα όχι-ό,τι τους στέρησε τους το χαρίζει τώρα: ανάμεσά τους έστειλε το θάμα της: τη Ντόρα. Β’ Κι απλόχερα η πολύδωρη ό,τι κρατεί τους δίνει. Ένα πουλάκι επήρε τους και τους χαρίζει σμήνη. Δάσο τους δίνει αντίς δεντρί, θάλασσ’ αντί σταγόνα’ μια μέρα τους εμαύρισε και τους χρυσώνει αιώνα. Και να το δώρο τ’ ακριβό! Να του Έρωτα το άνθος που σπόρο ακόμα μέσα Του δεν έδεσε το πάθος. Να η Θεσπέσια Κορασιά! Να ‘το το θάμα όπου η όπου Κόσμου εμορφιά το σχήμα πήρε ανθρώπου. Γ’ Να του ρυακιού το μούρμουρο που λέγαμε ότι χάθη- δε ‘χάθη, τη φωνούλα Της, το μίλημά Της πλάθει. Να της αυγής το χάραμα στο ροδομάγουλό Της. Να το φεγγάρι το χλωμό μες στο παράπονό Της. Ε’ Να η νύχτα μες στα μάτια Της, η άναρχη γεννήτρα που όλην κρατεί την Πλάση μας μες στην πλατιά της μήτρα. Να η νύχτα με τα φάσματα και τις βαριές φοβέρες. Να η νύχτα μες στα μάτια Της που όλες κρατεί τις μέρες. Να μες στα μαύρα μάτια Της της θάλασσας τα βύθη που νεροανεμοδέρνονται των ξωτικών τα πλήθη. Να μες στα μαύρα μάτια Της το φέγγος των Ερώτων. Να η τρεμούλα των φιλιών και των χαδιών των πρώτων… Να μες στα μαύρα μάτια Της το Έαρ των Συμπάντων. Να μέσα τους το θρόϊσμα λειμώνων αμαράντων. Να το Πλατύ, να το Βαθύ, να το Ψηλό και τ’ Ώριο’ Να μες στα μαύρα μάτια Της των πόθων το φυτώριο. Β’ Να των μελένιων Της χειλιών-λύρας χορδές- τ’ αυλάκια που κάνουν να ‘ναι μουσική τα πιο κοινά λογάκια. Να κάθε αυτάκι να μετρά όσο κοχύλια χίλια’ να στόμα που να καίγεται κι η ομορφιά ‘ π’ τη ζήλεια. Α’ Να στην ανάπνια του κορμιού αιθέριο ένα μύρο που κάθε άλλο άρωμα μπρος του φαντάζει στείρο. Να των νερών το φλόγισμα μες στων παρειών τα μήλα ερωτεμένος ο ήλιος μας τη θάλσσα όταν ‘φίλα. Δ’ Και να του γοργοπέταχτου πουλιού η αλαφράδα. Και να του χλωροπράσινου βλαστού η τρυφεράδα. Να ‘το το σύκο το γουρμό που στάζει φως και μέλι. Να λαμπροήλιος το κορμί κι αχτίδες του τα μέλη. Ε’ Τηνε θυμόμαστε μικρή, κουκλάκια να κρατάει μ’ αυτά να χαριεντίζεται, να παίζει, να γελάει. Ύστερα κοκκαλιάρικη μικρή δεσποινιδούλα του πόθου μας αφέντισσα και του καθρέφτη δούλα. Μπουμπούκι Τηνε βλέπαμε μικρό που μόλις δένει ολούθε με το πράσινο το χρώμα τυλιγμένη και «τι», ελέγαμε, «αχ τι…τι θάματα θα δείξει τα πράσινα τα σέπαλα σαν ο καιρός τ’ ανοίξει…» Και προσμονή την προσμονή και κλάμμα μες στο κλάμμα το μπουμπουκάκι έδειξε το κρύφιο του το θάμα. Και άνοιξε. Κι αρχίσανε να χύνωνται τριγύρω φέγγος, και χάρη, και δροσιά, και φτέρωμα και μύρο. Β’ Α! Πώς το κάλλος στα σφιχτά του μπουμπουκιού τα φύλλα έτσι βαθιά κλεινότανε κι άκρατα δεν ξεχείλα παρά καρτέραε σιωπηλά τη μαγεμένην ώρα για να ξεχύσει απαλά τ’ ατίμητά του δώρα; Γ’ Κάθε που νέα μια χρονιά τα κάλλη Της στολίζει σ’ αυτή την ανθοδέσμη μας νέο λουλούδι ανθίζει. Δ’ Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η φυλακή μας. Δ’ Αφόντας εγεννήθηκε άνθισεν η ψυχή μας. Α’ Κάθε χρονιά και μια γιορτή. Κάθε χρονιά και θάμα. Και κάθε μια τους κουβαλεί κι άλλο στολίδι αντάμα. Β’ Και φέτος να τη! Τον καρπό του Έρωτα μας φέρνει’ δεν το ‘νε τρώει, δεν τον κρατεί, γελώντας το ‘νε σπέρνει. Α’ Καρπέ γλυκέ πώς στάθηκες κοντά της κι εκρατήθης και δεν αντρώθης σε δεντρί και πάνω της δε ‘χύθης και δεν τηνε λεηλάτησες-πώς την κρατείς ακόμα όπως τα δόντια αμάσητη τη ρόγα μες στο στόμα; Ε’ Μη μας ακούσει ο Έρωτας και στη χρυσή του κλίνη την πάρει-τίποτα για μας ύστερα δε θα μείνει- Ό,τι αρπάζει ο Έρωτας καταδικό του το ‘χει’ Όχι του άλυπου θεού-του τρομερού όχι-όχι!. Β’ Πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε άφωτοι του Κόσμου’ πέντε τσουκνίδες στη βραγιά του μυροβόλου δυόσμου. Ποιος τη δική μας τη φωνή θ’ ακούσει τη σβυσμένη; πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε φυλακισμένοι… Ε’ Καθώς γυρνάει απ’ το σχολειό, ανέμελα πατάει τη χλόη, που ζαλίζεται καθώς Τηνε κυττάει. Ούτε της χλόης της ταπεινής δεν έχουμε τη χάρη κάτω απ’ των άσπρων Της ποδιών να λυώσουμε τα βάρη. Γ’ Ούτε της άγριας της ροδιάς οι ανθισμένοι κλάδοι μπορούμε να ‘μαστε καθώς στης μπλούζας Της το χάδι ριγούνε, ανταριάζονται, και σκύβουν κι άλλο ακόμα το ποθητό πασκίζοντας να σφιχτοκλείσουν σώμα. Δ’ Δεν είμαστε ούτε γράμματα σε κάποιο Της βιβλίο προσεκτικά να μας θωρούν τα μάτια Της τα δύο. Μ’ ένα ποτήρι κρύο νερό τη δίψα Της σα σβύνει ούτε σταγόνες του νερού δεν είμαστε που πίνει… Α’ Μέσα σε τόσα γύρω Της πράγματα ευτυχισμένα ούτε μικρή δεν είμαστε κυρτούλα μία χτένα που όταν τα μαλλάκια Της με κείνηνε χτενίζει ευφρόσυνα η κοκκάλινη ψυχή μας να τρεμίζει. Β’ Ούτε πρωινή του κήπου Της δεν είμαστε δροσούλα’ ούτε μικρή του χρόνου Της δεν είμστε στιγμούλα’ ούτε μια πέτρα που πατά γυμνό το ποδαράκι’ ούτε παιχνίδι στ’ ακριβό κερένιο Της χεράκι. Ούτε φαντάσματα λευκά δεν είμαστε’ δε ζούμε παρά μονάχα στ’ όνειρο Εκείνης π’ αγαπούμε. Α’ ου αγαπούμε; Το μηδέν γίνεται ν’ αγαπήσει; Μπορεί το Τίποτα να ζει, να ελπίζει, να ποθήσει; Γ’ Η Όμορφη μας έπλασε και ό,τι πλάσει Εκείνη αιώνια ζει.Δε φθείρεται. Δε χάνεται. Δε σβύνει. Και μη δεν είναι ο Έρωτας του Αιώνιου η ουσία; Και πόθο για μοιράδι της δεν έχει η Αθανασία; Η ομορφιά που σαν κλαδί φωτός Τη στεφανώνει. πάντοτε με το κάλλος της τ’ άμετρο θα θαμπώνει. Αφού πλσστήκαν μια φορά τα όμορφά Της κάλλη αθάνατα η εικόνα Της κι αιώνια θα θάλλει. Ε’ Όπως διψώντας το χαρτί το υγρό μελάνι πίνει και μένει πάνω του η γραφή-με τίποτα δε σβύνει έτσι έχει άσβυστα γραφτεί στο δέρμα Της επάνω της Ομορφιάς της πλάστρας Της το μάγεμα το πλάνο. Όπως μαχαίρι κοφτερό το σώμα ζώου σκίζει και κείνο ακόμα νιώθεται, και κράζει και γογγύζει έτσι τον πόνο τον γλυκό κραδαίνοντας στο χέρι η ολογλυκειά Της η ματιά ξεσχίζει σα μαχαίρι. Κι όπως λαγό σαν πιάσει αητός βαθιά τα νύχια χώνει κι απ’ το σφιχτό το κράτημα το ζώο δε γλιτώνει έτσι και όποιον μια φορά τ’ αστέρι Της φωτίσει πια δε χωρίζεται απ’ Αυτήν όσο ήθελε πασκίσει. Β’ Δυο αγαλμάτινες μορφές τα δύο Της τα χείλη- ο Πόθος γλύπτης πάνσοφος και η Αγνότη σμίλη. Ε’ Και η ψυχή Της καθαρή σαν νια βροχοπηγούλα. Α’ Και η καρδιά Της ιλαρή σαν τρυφερή κορφούλα. Γ’ Κόρφος και μέση και γλουτοί, κνήμες χωρίς ψεγάδι’ μηροί με της τελειότητας ντυμένοι το μαγνάδι. Δ’ Το γόνυ ολοστρόγγυλο του Έρωτα αλωνάκι που αλωνίζει μέσα του φλογόχαιτο αλογάκι. Α’ Τόσο μικρό το χέρι Της τον κόσμο πώς βαστάζει;.. Β’ Και πού κρατάει τους Καιρούς και ΄Ανοιξες μοιράζει; Γ’ Ζεστήν πώς η ανάσα Της όλην κρατεί την Πλάση; Ε’ Πώς και η πέτρα ακόμ’ ανθεί όπου ήθελε περάσει;.. Δ’ Δυο σπιθαμές ένα παιδί τι μάγια να κρατάει που μ’ ένα του χαμόγελο τον ήλιο να μεθάει; Ε’ Α! πώς μπορεί σ’ ένα κορμί ναν’ έτσι συναγμένα τόσα πολλά, τόσα γλυκά και τοσ’ αγαπημένα… Α’ Εμπρός λοιπόν. Ας ψάλλουμε με το πικρό μας στόμα αφού τα χέρια δε βολεί-το λατρεμμένο σώμα. Εμπρός! Αυτό που μας πονεί, μας καίει, μας σκοτώνει ας το τσακίζ’ η γλώσσα μας-ο λόγος ας το λυώνει. Γ’ Εμπρός λοιπόν! Με τον βουβό τον πόνο μας αγέρα του πόθο χείλη, τη βαθιάν αγάπη μας φλογέρα κι όλη την τέχνη βάζοντας που ‘ναι δικό Της δώρο απελπισμένα σήματα να στείλουμε στο χώρο Δ’ Και δυνατά ας τα κάνουμε να φτάσουνε στ’ αυτιά Της. Και ας τα κάνουμε γλυκά ν’ αρμόζουνε κοντά Της. Εμπρός λοιπόν! Ας ψάλλουμε! Ας ψάλλουμε ακόμα τα χέρια, την ανάσα Της, το στήθος Της, το στόμα… Ε’ Α! Όνειρο πρωτόειδωτο νύχτας μαγιοπλασμένης! Α! Κλωναράκι αμυγδαλιάς Γενάρη ανθισμένης! Α! Πόρτα ολορθάνοιχτη στα θάματα της Πλάσης! Α! Που μαλάματα σκορπάς όπου ήθελε περάσεις. Β’ Ω! Συ! Λιμνούλα ολόδροση στης έρημου το κάμα! Ω! Του Ωραίου η πηγή! Ω! Της σοφίας το νάμα! Ω! Φόνισσα της λύπης μας και της χαράς βυζάστρα! Ω! Που κοντά σου πέφτουνε της μοναξιάς τα κάστρα! Γ’ Α! Συ, απαλοφανέρωτη, καυτή του πόθου λάβα! Α! Του γλυκόπιοτου κρασιού η αγνή και γνήσια κάβα! Α! Λουλουδάκι ευωδιαστό στου πόνου τα τενάγη! Α! Που ένα σου χαμόγελο και λυώνουν ολ’ οι πάγοι! Δ’ Α! Χιλιοπόνετη σπαθιά στης ασχημιάς το σώμα! Α! Ομορφάδα ανείπωτη στ’ ονειρεμένο στόμα! Α! Φωτεινό αναφτέρωμα στου Έρωτα το χάδι! Α! Στην κορώνα της φωτιάς το ατίμητο πετράδι! Α’ Ω! Αναφτέριασμα του νου μετά την καταιγίδα! Ω! Δάφνη εσύ αμάραντη στου κάλλους την αψίδα! Ω! Χρυσωπή αναφεγγιά όταν το φως ζαλίζει! Ω! Κρύφιο αναρρίπισμα μέσα στο ρογοβύζι! Ε’ Ω! Άναρθρα ψελλίσματα κι άλαλη ανατριχίλα! Ω! Ριζας φυλλοβόλημα! Ω! Ρίζωμα στα φύλλα! Ω! Του αμπελιού η ευλογιά στ’ ανάπλαγο της ζήσης! Ω! Ανατολίτσας ρόδισμα! Ω! Φλόγισμα της δύσης! Β’ Α! Κατσικάκι λυγερό στον πετρωμένο κάβο! Α! Συννεφάκι λευκωπό μες στ’ ουρανού το μπλάβο! Α! Θάμα που απλησίαστο μένεις για κάθε πέννα! Α! Του ιδεώδους μέστωμα και του Ωραίου γέννα! Α’ Ω! Λευκανθέ μονάκριβε στου σπάνιου τη σέρρα! Ω! Καλοθύμητο πουλί σε γαλανόν αιθέρα! Ω! Πλάνο δασονύχτωμα κι αυγή δροσοφεγγάτη! Ω! Σάρκινο ξεφάντωμα σ’ ακούραστο κρεββάτι! Δ’ Τα δέκα δαχτυλάκια Της δέκα κομψούλια βέλη. Α’ Δέκα νιογέννητων μικρών προβάτων η αγέλη. Δ’ Στου έρμου καρπού μας να ‘τανε να δένανε το τόξο… Α’ Στο έρμο μαντρί μας να ‘τανε να στάλαζαν απόξω… Β’ Το τόξο θέλει γύμνασμα’ το μάντρωμα τσοπάνο. Γκρίζοι εμείς αμμόκοκκοι σε μαύρη πέτρα επάνω. Εμείς η στάχτη της φωτιάς προτού η φωτιά ν’ ανάψει. Εμείς του αγέρα φύσημα σαν ο αγέρας πάψει. Τ’ είμαστ’ εμείς; Αητόπουλα χωρίς αητού τη γέννα- Τ’ είμαστ’ εμείς; Αχ-μνήματα χωρίς νεκρόν κανένα. Και πώς μπορεί αγέννητος ορμήνιες να ψελλίζει; Και πεθαμένος πώς μπορεί τη ζήση να ορίζει; Δ’ Α! Μόνο να μας άγγιζε θα μας λευτέρωνε όλους. Όμως ποτέ δε θα διαβεί της τρώγλης μας τους θόλους. Έτσι εμείς ανάλλαγα εδώ μέσα θα μαδούμε- τέτι’ από Κείνη λευτεριά ποτέ μας δε θα δούμε. Α’ Στείλαμε εν’ ασπροφτέρουγο μικρό περιστεράκι να Της ειπεί τον πόνο μας-το μαύρο μας μεράκι’ Μ’ αυτό σα Την αντίκρυσε του ‘σβυσεν η μιλιά του και μες στ’ ολάσπρο στήθος Της έκανε τη φωλιά του. Γ’ Επέψαμ’ ένα σύγνεφο την πεθυμιά να βρέξει και το τραγούδι που η βροχή στη στέγη Της θα πλέξει να το ακούσ’ η Όμορφη-τον πόθο μας να μάθει- μα στων ματιών Της η βροχή ξεχάστηκε τα βάθη. Δ’ Και τ’ αγεράκι εστείλαμε, μας ήρθε μεθυσμένο’ και το κλαδί της αγριελιάς-γύρισε μαραμένο. Μπροστά στην τέλειαν ομορφιά ολ’ άφων’ απομένουν- αποξεχνιούνται, λησμονούν, βουναίνονται, σωπαίνουν. Ε’ Και την καρδιά μας στείλαμε γυμνή και ματωμένη- και την ψυχή μας στείλαμε μ’ αγκάθια ξεγδαρμένη μα κείνες πισωγύρισαν-σταθήκανε-διστάζουν- ψέμμα να πουν δεν το μπορούν, τ’ όχι να πουν δειλιάζουν. Α’ Τα σιδερένια τα κλειδιά της φυλακής πως έχει και πως την τύχη μας κρατεί, Αυτή δεν το κατέχει. Ε’ Σωπαίνετε’ ας σωπαίνουμε’ ειν’ έτσι καμωμένα: η Ομορφιά κι η γνώρα της το ‘να με τ’ άλλο ξένα. Για μας της ζωής ανάνθιστοι θα μείνουνε οι κάμποι. Μόνον εδώ το άμετρο το κάλλος Της δε θα ‘μπει Χοντρές οι αμπάρες και βαριές κι η πόρτα σφραγισμένη. Πέντε άμοιροι…πέντε άφωτοι…πέντε συφοριασμένοι… Κι είναι για μας τους άφωτους το παραθύρι ετούτο μαστίγιο στη μονάξ’α μας και στην ερμιά μας κνούτο. γιατί χαρές που-αλλίμονο-δε φτάνουμε μας δείχνει και σε βαθιά, τρισκόταδην απελπισιά μας ρίχνει. Αν το μικρό εκείνο εκεί δε βλέπαμε σοκάκι μικρότερο θα ήτανε το που μας τρώει σαράκι. Όταν δε βλέπει το λαμπρό της ευτυχίας τ’ αστέρι στη δυστυχία η ζωή λιγότερο υποφέρει. Γ’ Ό,τι να γίνει είναι γραφτό-καθόλου δεν αλλάζει. Είναι γραφτό η έρημη ψυχή μας να σπαράζει κι Αυτή ν’ ανεμοδέρνεται μες στης ζωής την έχτρα χωρίς να ξέρει το γιατί και δίχως να ‘ναι φταίχτρα. Β’ Μες στην ψηλή αετοφωλιά πώς πάει το αηδονάκι; Α’ πώς ίσα πάει στη φωτιά ένα χρυσό αχεράκι; Ε’ πώς πάει έτσι αδύναμη στων δυνατών τα μέρη; Γ’ Πώς πάει στη λάσπη να χωθεί το λαμπερό αστέρι; Δ’ Πώς έτσι ανυποψίαστη, χαρούμενη κι αγνούλα πάει στο χαμό; Πώς θα βρεθεί στο νύχτωμα η αυγούλα; Πώς έτσι αρνάκι χαρωπό, αξέγνιαστα πηδώντας μες στη μονιά θε να βρεθεί που καρτερεί ο λιόντας; Γιατί το φως ανθρώπισε αν ήταν για να σβύσει; Ποιο χέρι πολυέλεο θα ‘ηνε σταματήσει; Γιατί οι χαρές του έρωτα δένουν με την τυράγνια; Γιατί-αχ-πάντα η Ομορφιά να δένει με την άγνοια; Ε’ Τον πόνο μας ας γίνονταν να τον κρατεί για δόρυ εκεί που πάει ανύποπτη στης απονιάς τα όρη. Ο σπαραγμός που μας κερνάει ας γίνονταν ασπίδα να σταματάει επάνω του του μίσους η λεπίδα. Το μισερό μας το κορμί που καίγεται για Κείνη τείχος ας ήταν γύρω της αχάλαστος να γίνει κι όταν θα πάνε να τη βρουν η κάκια και το ψέμμα στο ξαναμμένο να πνιγούν και κοχλαστό μας αίμα. Β Ουράνια σεις που πάνω μας εβρέξατε κατράμι μέσα στα τόσα τα κακά σ’ εμάς που ‘χετε κάμει δώστε μας τούτο το καλό: κάμετε όσο ζούμε τον άδικό Της το χαμό να μη-να μη τον δούμε. Ε’ Ό,τι στου νου τον αργαλειό ‘φαίνουμε με μετάξι σε μια στιγμούλα του κορμιού η φλόγα θα ρημάξει. Σαν το κακό να ‘χε μυαλό-σαν να ‘χε προσχεδιάσει το πιο καλό κάθε φορά διαλέγει να χαλάσει. Α’ Η πόρνη ζωή τα κρόταλα τα χάλκινά της κρούει και τις σειρήνες του χαμού κανείς δεν τις ακούει. Ταγίζει με τις μέρες μας το μαύρο του αδράχτι ο Χρόνος, κι η ανέμη του κρύα τυλίγει στάχτη. Γ’ Όταν τα δίχτυα της νυχτιάς τη μέρα σκοτεινιάζουν σαν τα σφαχτάρια μέσα τους οι θύμησες σφαδάζουν και το φιδίσιο φτερωτό κορμί και το κεφάλι ζητούν να το σηκώσουνε-να ξαναζήσουν πάλι. Δ’ Όταν η νύχτα έρχεται,του Φόβου τα πλεμόνια με ξωτικά γεμίζουνε και με φριχτά δαιμόνια΄ και πάνω στους αδύναμους αυτός τα ξεφυσάει κι εκείνοι τρεμουλιάζουνε κι αυτός κρυφογελάει. Ε’ Κι όποιος θα φέρει στο μυαλό το σχήμα του κορμιού Της- κι όποιος θα φέρει στο μυαλό τη χάρη του ποδιού Της γι αυτόν φοβέρες και στοιχιά και ξωτικά σκορπάνε κι όλα γιορτάζουν γύρω τους και όλα τραγουδάνε. Α’ Κι όποιος του χαμογέλιου Της φέρει στο νου τη λάμψη αμέσως κάθε μάνητα, κάθε οργή θα πάψει. Κι όποιος του κρύφιου Της φιλιού φέρει στο νου το θάμπος έτσι που όλα τα κρατεί θεός φαντάζει σάμπως. Α’ Κλείνει την πόρτα του ο φτωχός στο σπίτι του σα φτάνει και στης καλής του τα φιλιά τη φτώχια του ξεχάνει. Κι εμείς σαν τι να κλείσουμε; Καλή σαν πώς να βρούμε; Οι άλυσες πληγώνουνε-πληγιάζουν-δε φιλούνε. Β’ Τραβά ο ψαράς τα δίχτυα του και χαίρεται τα ψάρια που σπαρταρούν, είτε πολλά, είτε ανάρια-ανάρια. Κι εμεις τι να ψαρέψουμε; Πού θάλασσα; Πού βάρκα; Κάτω απ’ ό,τι σ’κώσουμε της άρνησης η νάρκα. Γ’ Ο βράχος στέκει ολόστητος. Το κύμα τον κυκλώνει και τον φιλεί ερωτικά και τον γλυκοδαγκώνει. Το κύμα εμάς μας περιχεί και μαύρο έχει χρώμα και πικροδαγκωνόμαστε μονάχοι μες στο στρώμα. Δ’ Μέσα στο χώμα ο βολβός ρίζες χλωρές βυθίζει και ‘κείνες τον στηρίζουνε κι αυτός λουλούδι ανθίζει. Για μας και ρίζες και βολβοί κι ανθάκι μυρωμένο πάντα θαμμένα κείτονται-το φως για κείνα ξένο. Ε’ Ο ήλιος, στρατηλάτης τους, διατάζει τις αχτίδες και τραγουδώντας χαρωπά διώχνουν τη νύχτα εκείνες… Δεν πολεμούν ποτέ για μας του ήλιου οι λεγεώνες’ ολόμαυρες οι μέρες μας και λες κρατούν αιώνες, Μεσα στα βύθη της ζωής, στην πιο βαθιά της κοίτη εχτίσαμε το έρμο μας αραχλιασμένο σπίτι’ και τίποτα δε βλέπουμε-κανένα δεν ακούμε κι αν στη ζωή λογιόμαστε είναι σα να μη ζούμε. Β’ κάτι τεράτων τις ουρές, κάτι ερπετών τα λέπια ν’ αναταράζουν νιώθουμε της νύχτας μας τα κρέπια κι η μυρουδιά του θάνατου τις σάπιες που αναδεύει σάρκες των πεθαμένων του, το μύρο μας μολεύει. Ακούμε τις αρίθμητες βοές υπόγειων βόγγων κι όχι τα καλαδήματα των κάμπων και των λόγγων. Τα σπάργανα μας δένουνε της άκαρπής μας γέννας αντίς η γύμνια η λεύτερη που χαίρεται καθένας. Αγέρα πνοή το στήθος μας τ’ άσαρκο δε γλυκαίνει. Χώμα και θειάφι και φωτιά μέσα του μπαινοβγαίνει και το που ό,τι ζωντανό γεννάει εντός μας σπέρμα έρμο στην έρημο δεντρί και τ’ άνθη του παντέρμα. Ε’ σωπάτε’ θα ‘ρθει’ θα μας βρει’ θα ψάξει’ θα ρωτήσει’ και θα τελειώσ’ η θλίψη μας΄κι ο πόνος μας θα σβύσει. Θα ‘ρθεί η Όμορφη-θα ‘ρθεί.. Γ’ Θα ‘ρθεί…κάπως θα μάθει… Δ’ Θα ‘ρθεί κι η λύπη έσβυσε… Α Θα ‘ρθεί-το σκότος ‘χάθη… Β’ Κάτι φορές το βλέμμα Της γυρνάει σαν να μας βλέπει’ μα πιο ψηλά ‘π’ της φυλακής πάντα κυττάει τη σκέπη. Δ’ Κάποιες φορές σαν τις χοντρές φωνές μας να προσέχει’ όμως πολύ πολύ μακριά και τότε ο νους Της τρέχει. Γ’ Περνάει σα ’στραπόβροντο κι άλλοτε σα βροχίτσα’ σαν άγγελος αθέρινος, σαν φουντωτή ροδίτσα. Δ’ Άλλοτε πάλι σοβαρή βασίλισσα σε θρόνο ή σαν γλυκό, πανέμορφο, μικρό κορίτσι μόνο. Α’ Έρχεται από τα μέρη Της τα κρύφια τ’ άγνωστά μας και διάφανη τη βλέπουμε ν’ αργοπερνάει μακριά μας. Β’ Κι είναι-παράξενο άκουσμα-κι ολόδροση και λάβρα Και πέμπει δρόσο γύρω της μα και φλογάτην αύρα. Γ’ και μοιάζει σαν κάθε φορά πριν βγει αιώνες να ‘χει μπρος στον καθρέφτη Της σταθεί σε μια νικήτρα μάχη. Ε’ Και μοιάζει σαν να μάζεψε χίλιες χιλιάδες γιούλια και να ‘βαλε στα χείλια Της τα τρυφερογλυκούλια. Και μοιάζει σαν να έγδαρε το άσπρο από τα χιόνια και να ‘βαψε του στήθους Της τα σπαθοχελιδόνια’ και στου γλυκού όπως την κορφή ταιριάει το μοσχοκάρφι ακάλυπτα κι ελεύθερα τους άφησε τα ράμφη. Δ’ Και μοιάζει σα για μέτωπο να ‘βαλε το φεγγάρι. Α’ Και μοιάζει σαν να τύλιξε το σώμα Της με χάρη. Β’ Και μοιάζει σαν να μάζεψε του ήλιου τις αχτίδες και τα μαλλιά Της τ’ απαλά να στόλισε με κείνες. Δ’ Και μοιάζει σαν να λήστεψε της Νύχτας τα παλάτια και όσο μαύρο εμάζεψε να το ‘βαλε στα μάτια. Γ’ Και μοιάζει σαν να τρύγησε του πόθου το αμπέλι και ήπιανε και μέθυσαν το σώμα και τα μέλη. Α’ Και μοιάζει σαν να κούρσεψε τα ουράνια τα κάστρα και διάλεξε τα πι’ όμορφα και λαμπερά τους άστρα και μοιάζει σαν να τα ‘τριψε και τα ‘κανε αστροσκόνη κι ότι με κείνην ως περνά περίσσια μας τυφλώνει. Β Και μοιάζει σαν να μέρεψε της κόλασης τις φλόγες και μοιάζει σαν να έστιψε των σταφυλιών τις ρόγες κι έτσι με γλύκα και φωτιά επότισε το στόμα που πυρπολεί αυτό γλυκά κι αμίλητο ακόμα. Ε’ Και μοιάζει ν’ απορφάνεψε από τ΄άνθη τους τα δέντρα και μόνη να ‘ναι τώρα Αυτή των λουλουδιών αφέντρα. Και μοιάζει σαν το ρόδο Της το πιο ‘μορφοπλασμένο ανάμεσα στα πόδια Της να το ‘χει φυλαγμένο. Και σα ν’ αλαφρομάλαξε και να ‘βαλε στην άκρη μια θλίψη ακριβοκέντητη απ’ όνειρο και δάκρυ και κει κατά το σούρουπο, σαν κρίνει πως ταιριάζει μία σταγόνα στα γλυκά τα μάτια Της σταλάζει. Γ’ Και μοιάζει σαν του αγεριού τ’ ανάλαφρο το χάδι στημόνι να ‘βαλε ακριβό, και πόθο για υφάδι για να υφάνει αγέρινα ρούχα που θα Την ντύνουν- μα ποθοπλάνταχτα κι αυτά-χαμένα, Τηνε γδύνουν. Α’ Μοιάζει…μα τίποτ’ απ’ αυτά δεν έχει δίολου γίνει. Με τα χεράκι Της χαρές-δώρα μονάχα δίνει’ όπως στο κύμα ο αφρός και ο ανθός στο κλώνι έτσι και στο κορμάκι Της η Ομορφιά πυργώνει. Ε’ Κι όπως ξεσυνερίζονται τ΄αδέρφια και ζηλεύουν κι ό,τι απ’ το ‘να αποχτηθεί και τ’ άλλα το γυρεύουν και της ψυχής σαν είδανε ζηλέψαν οι ομορφάδες και στου κορμιού Της τρέξανε κοντά τις αδερφάδες. Γι αυτό κανείς δεν το μπορεί να κρίνει μπλιο ποιο λάμπει: τα επουράνια της ψυχής ή του κορμιού οι κάμποι. Μόνο να χαίρεται μπορεί της Ομορφιάς το θάμα και στης πηγής του το δροσό να ξεδιψάει το νάμα. Β’ Κι είναι για μας ανείδωτα νάμα, πηγή και δρόσος’ κι είναι για μας ατέλειωτος ο πόνος μας ο τόσος. Μ’ απ’ όλα τα φαντάσματα που κλέβουν τη χαρά μας το πιο πικρό και πιο σκληρό είναι η μοναξά μας. Τα δόντια της μας σκίζουνε. Τα νύχια της μας γδέρνουν και τα φριχτά τα χέρια της κάθε καλό μας παίρνουν. Κι ενώ του Κόσμου τα καλά να ‘ρθουν σε μας ειν΄ άξια εμείς για μόνη συντροφιά έχουμε τη μονάξα. Γ’ Μονάχα ένα μαυρόπουλο αριά και που περνάει και κάθεται στα σίδερα κι όλο πικρά μιλάει. Δε βγήκε από το στόμα του καλός ποτέ ‘νας λόγος’ μόνο μαντάτα θλιβερά και μάλωμα και ψόγος. Α’ Μαύρο κι εκείνο σαν και μας χωρίς κανείς να ξέρει τι κάθε που ‘ρχεται φορά νέο κακό θα φέρει. Κι αν έρχεται είναι σ’ άλλονε που αν πάει θα το διώξει αν τέτια και σε κείνονε το στόμα του θα κρώξει. Δ’ Μα εμείς δεν τ’ αποδιώχνουμε κι όταν μιλάει για Κείνη τότε ανοίγει κάθε αυτί και κάθε στόμα κλείνει. Και από κείνο μάθαμε πού πάει σαν περνάει, πότε κοιμάται σαν ανθός, πότε σα φως ξυπνάει. Ε’ Και λέει πως τα μηνύματα των λόγων του είναι βύθια και πως η μόνη υπάρχουσα στον κόσμο είναι αλήθεια. Η μόνη αλήθεια μα το ναι! Η αλήθεια η δική του που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την κουβαλεί μαζί του. Β’ Πώς την αλήθεια του κεριού ο ήλιος να γνωρίζει; Δ’ Πώς την αλήθεια του τυφλού το φως ο που αντικρύζει; Α’ Πώς την αλήθεια του μικρού να ξέρει ο μεγάλος, του ταπεινού ο υψηλός και του βωβού ο λάλος; Γ’ Α! Την αλήθεια όποιος λαλεί την ιστορία του γράφει΄ και την αλήθεια των νεκρών την ξέρουν μόνο οι τάφοι. Και του Ωραίου τη μοναχή, λαχταριστήν αλήθεια μέσα στα δυο Της η Όμορφη την κουβαλεί τα στήθια. Α’ Μ’ αυτήνε στέμμα Της λαμπρό την Πλάση διαφεντεύει. Γ’ Μ’ αυτήν ραβδάκι μαγικό τον κόσμο μας μαγεύει. Δ’ Μ’ αυτήν ραντίζει τους αγρούς κι ανθίζουνε το Μάη. Ε’ Μ’ αυτήν φωνή τ’ ολάρφανο το στόμα μας μιλάει. Β’ Α! Κι αν μας αγκαλιάζανε τα δυο μικρά Της χέρια τα μάτια μας τ’ αφώτιστα θα γίνονταν αστέρια και το πικρό τ’ αχείλι μας Εκείνη αν το εφίλει γλυκύτερο θα γίνονταν απ’ το γλυκό σταφύλι. Γ’ Α! Κι αν μας εγλυκόσφιγγε μες στη ζεστή αγκαλιά Της ο λίβας έτσι άξαφνα θα εγινόνταν μπάτης και το κορμί μας το ξερό που αφίλητο σαπίζει θα ‘πιανε πάλι να πετάει κλωνιά-πάλι ν’ ανθίζει. Δ’ Χάντρα η χαρά θα γίνονταν στα οκνά μας κομπολόγια γλυκά αν ακούγαμε απ’ Αυτήν κι όμορφα αγάπης λόγια και τα πελώρια κύματα του ατέλειωτού μας πόθου τους ψίθυρους θα πνίγανε του Έρωτα του Πρώτου. Α’ Αν μια ματιά μας έριχνε θα ‘σπαζε τα δεσμά μας ‘ τα σίδερα θα λυώνανε αν έρχονταν κοντά μας και το κλειδί της φυλακής θα ‘νοιγε την ψυχή μας που τώρα είναι κλειστότερη κι από τη φυλακή μας. Ε’ Κι αν θα μας φέρει μια στιγμή στη φωτεινή Της σκέψη το νου τον τρομαγμένο μας γαλήνη θα τον στέψει. Ο ναρκωμένος λόγος μας ευθύς θα γρηγορούσε το προσωπάκι Της σε μας αν λίγο θα γυρνούσε. Β’ Μα μόνο να Τη βλέπουμε μπορούμε σα διαβαίνει κι αυτό ειν’ όλο που σε μας τους κούφιους απομένει. Ανίκανοι να πάρουμε ή να δώσουμε βοήθεια’ αυτή ‘ναι η ολόπικρη και καυτερή αλήθεια. Γ’ Γραμμένη μες στου θάνατου η ζωή μας το βιβλίο. Και μέσα Στις σελίδες του η σκόνη και το κρύο. Και το βιβλίο Αυτή ανοί’ κι αμέριμνη διαβάζει. Δεν ξέρει. Δε φαντάζεται. Ο νους Της δεν το βάζει. Α’ Κι ειν’ η ψυχή μας άστεγη, χαμένη στο σκοτάδι. Γι αυτήν και δείλι και αυγή σκοταδερά σα βράδυ. Ανάκουστοι ειν’ οι θόρυβοι-ανείδωτη ειν’ η μέρα και η λιμνούλα της χαράς έρμη γι αυτήνε ξέρα. Β’ Σαν τα σκουλήκια στο υγρό σερνόμαστε το χώμα και είναι κάτι θαυμαστό και που μιλούμε ακόμα- πέντε μικροί-πέντε άσημοι-πέντε λησμονημένοι- κι η Μοίρα ακόμα η άφευγη για μας είναι σβυσμένη. Δ’ Κι όσο κι αν το γυρεύουμε,κι όσο κι αν προσπαθούμε διόλου να προχωρήσουμε πιο πέρα δεν μπορούμε. Τα ξεγδαρμένα χέρια μας ,τα πόδια τα πρησμένα στον ίδιο τόπο μένουνε σαν να ‘ταν ριζωμένα. Τ’ είναι κρεββάτι μαλακό, τ’ είναι αγάπης χάδι δεν τα γνωρίσαμε ποτέ’ ούτ’ είχαμε μοιράδι στην ευτυχία, στη χαρά, στη φτερωτήν ελπίδα’ μόνο της δίψας η οργή-του πόνου η λεπίδα. Ε’ Κι όλα γιατί; Γιατί το «ναι» το ‘παμε «ναι» και τ’ «όχι» «όχι» κι ας μας λιανίζανε τα κόκκαλα στην κώχη. Γιατί αρνηθήκαμε ποτέ να υψώσουμε παντιέρα που ανάσα θα πλατάγιζε κι όχι ριπή αγέρα. Κι όλα γιατί; Γιατί έρχοντας από την Πέρα Χώρα- γιατί στο Τώρα φτάνοντας φερμένοι από το Τώρα εκουβαλήσαμε μαζί και το καλάθι όπου τα όνειρα εκρύβαμε και τις χαρές του Ανθρώπου. Α Γιατί ποτέ δεν μπήκαμε στις πόρτες που για να ‘μπεις από χρυσάφι έπρεπε κι όχι από φως να λάμπεις. Γιατί στων κάμπων της ψυχής τα ολόφωτα τα πλάτια αντίς καλύβες χτίσαμε μ’ αίμα κι ιδρώ παλάτια. Β’ Πανίσχυρο, απροσκύνητο, απαρακάλεστο όμως μας άρπαξ’ ένα σίδερο-μας ετσακίστη ο ώμος- κι αλυσωμένους, θύματα παράκαιρα και πράα μέσα εδώ μας πέταξε κι έκλεισε την αμπάρα. Ποτέ μας δε λυγίσαμε-δε σκύψαμε-δεν κλαίμε- κι αν τούτα με παράπονο τα λόγια απόψε λέμε μας τα εθύμισε η γιορτή Αυτής που θα μπορούσε μόνη απ’ όλους λευτεριά-ζωή να μας δωρούσε. Ε’ Τα δεκαέξη έκλεισε’ τα χίλια να γιορτάσει κι ο λόγος απ’ το στόμα μας στ’ αυτί Της κι ας μη φτάσει. Τα δεκαέξη έκλεισε’ πάνε δεκάξη χρόνια ‘πό τη βραδυά που έμοιαζε πως θα κρατούσ’ αιώνια. Από την ώρα που στα δυο το σκότος εχωρίστη κι ολόφωτη από μέσα του επρόβαλε η Καλλίστη. Από την ώρα που έκθαμβη εμέριασεν η Πλάση ένα μωράκι ομορφιά γεμάτο να περάσει.
  5. Δημήτρης Says:

    (Παρότι ασχετο- οριστε η μεταφραση του στιχου της Σαπφούς απο το εισαγωγικό ρητό του μονοπρακτου του Κου Χολιαστού)

    Οι μεν ιππήων στρότον οι δε πέσδων οι δε νάων
    φαισ’ επί γαν μέλαιναν έμμεναι κάλλιστον εγώ δε κην’ όττω τις έρραται.
    ΣΑΠΦΩ

    Αλλοι αγαπούν το ιππικό αλλοι το πεζικό αλλοι τα πλοία σε αυτη τη μαύρη γη’΄όμως μου φαίνεται πιο καλο απλά κανεις να ερωτευεται.

    » όττω τις έρραται» ειναι και μια καταπληκτική εκπομπη του παρηκνασμενου Τριτου Προγραμματος.

  6. Γιώργης Χολιαστός Says:

    Φίλε κύριε Δημήτρη, τώρα το είδα. Ευχαριστώ για την ωραία μετάφραση, που αν την έκανα εγώ στο έργο μου θα ήταν απρέπεια για τους αναγνώστες μου.
    Το Τρίτο Πρόγραμμα πράγματι-και δυστυχώς-παρηκμασμένο…
    Και πάλι ευχαριστώ.
    Γιώργης Χολιαστός

  7. Ιστορικός Says:

    Ας δουν και αυτό οι υποστηρικτές της «φιλελεύθερης» πρώην υπουργού κ. Γιαννάκου: τις εγκυκλίους της υπερασπίζεται ο …γνωστός και μη εξαιρετέος Άνθιμος:
    «Να έρθει μία νέα εγκύκλιος και εμείς, για να μην νομίζουν ότι είμαστε ακραίοι, δεχόμεθα να είναι η εγκύκλιος της κ. Γιαννάκου. Της βασανισμένης αυτής υπουργού, η οποία αγωνίστηκε όπως ενόμιζε για την Παιδεία, υπέστη τα όσα υπέστη, έχει τη δοκιμασία της υγείας της, αλλά είχε κάνει μια εγκύκλιο όπου έλεγε: θα γράψει αυτός που θα δηλώσει ότι δεν θέλει το θρήσκευμα ότι ανήκει στο Ισλάμ» (http://www.enet.gr/online/online_text/c=112,id=70393104)

    Έτσι λοιπόν κ. Γιαννάκου: για τα παιδιά μας ή κατήχηση ή Ισλάμ!

  8. ΓΙΩΡΓΟΣ Π. Says:

    ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΔΟΘΕΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ.ΕΙΝΑΙ ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΥΘΜΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ.ΑΞΙΖΕΙ ΠΟΛΛΑ.ΗΤΑΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΣΗ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ Α΄ΑΘΗΝΑΣ. ΤΗΝ ΝΤΟΡΑ ΤΗΣ ΕΔΩΣΑΝ ΤΟ ΥΠΕΞ ΕΝΩ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΚΛΕΓΜΕΝΗ.

  9. Γιώργος Says:

    Έφαγε το μαύρο της ζωής της στις εκλογές πληρώνοντας τα ανομήματά της (τα πολιτικά) και την αλαζονεία της και τώρα ο Καραμανλής τη βάζει επικεφαλής του ψηφοδελτίου!!! Απέραντο φρενοκομείο… Ή, αλλιώς, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όμως, καλύτερα έτσι: διευκολύνει την πορεία του τόπου η πολιτική αυτοκτονία τους, έστω και τώρα.

    Θυμίζω και κάτι πιο παλιό:
    Γιώργος λέει:

    Αυγούστου 27, 2007 σε 9:53 μμ
    Πριν από λίγο πρόλαβα 2-3 λεπτά από την παρουσία της στις ειδήσεις του ΑΛΦΑ. Μειλίχια, προσηνής, χαμογελαστή, έδειξε πως έχει το μέγα χάρισμα του χαμαιλέοντα. Τώρα που έχει ανάγκη από ψήφους βάζει στο περιθώριο την έπαρση και την αλαζονεία της. Το κάνει άνετα αυτό. Δυστυχώς γι’ αυτήν με τρόπο ιταμό. Όταν η Στάη της είπε πως δεν υπάρχει άλλος χρόνος στο Δελτίο, απάντησε: “Λυπούμαι που δεν έχουμε άλλο χρόνο να συζητήσουμε”. Εμφανίζεται τώρα θιασώτης του διαλόγου και της συζήτησης! Τέτοιοι είναι οι περισσότεροι από αυτούς, έτσι ξεγέλασαν το 2004 τον κόσμο και του άρπαξαν την ψήφο.
    Τώρα όμως τους περιμένει αυτό που αξίζουν: μαύρο, μπόλικο μαύρο, με γερή δόση και στο πιάτο της Κυρίας.

    Και ακόμη: Γιώργος λέει:

    Φεβρουαρίου 7, 2008 σε 11:54 μμ
    Καί εδώ και αλλού την έχω καταχεριάσει με δριμύτητα. Της ανήκει όμως όλη η συμπάθειά μου για τη μεγάλη περιπέτεια και δοκιμασία που περνά.
    Και οι ευχές μου να βρει τη δύναμη (όχι σαν κι εκείνη που μέχρι προ τινος διέθετε) για να σταθεί όρθια και ψυχικά και σωματικά.

    Η ίδια άραγε δεν καταλαβαίνει πως το κόμμα της ποντάρει στην προσωπική της περιπέτεια για να κερδίσει μερικές ψήφους παραπάνω;

    Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι!

  10. Paratiritis Says:

    Μπορεί να είναι εξιλαστήριο θύμα των μεταρρυθμίσεων στην παιδεία γιατί τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν στον πρωθυπουργό αλλά ο λαός την μαύρισε στις εκλογές δέν την ψήφισε για βουλευτή αυτό είναι που μετράει. Ο Καραμανλής σάν απάντηση βάζει επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου έναν άνθρωπο που ο λαός στην περιφέρεια του πέταξε με τις κλωτσιές απο την βουλή.
    Ήταν που ήταν θεόστραβο το κλίμα το αποτελείωσε και ο γάιδαρος άντε να δούμε ποιός θα πάει στις ευρωεκλογές να ψηφίσει Νέα Δημοκρατία.

  11. My name Says:

    Παρά τα λάθη που έκανε, πιστεύω πως η Μαριέττα ήταν η μόνη από όλους τους υπουργούς Παιδείας που πήραν στα σοβαρά αυτό το χαρτοφυλάκιο. Τα λάθη της δικαιολογούνται, εξάλλου η Υγεία είναι ο τομέας της.
    Της βάζω 4

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: